απομύζηση

Greek Monolingual

η
1. βυζαγμα, απορρόφηση
2. βαθμιαία αφαίρεση πόρων ή δυνάμεων, εκμετάλλευση, αφαίμαξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απομυζώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].