αποπλάνηση
Greek Monolingual
η (Α ἀποπλάνησις)
νεοελλ.
1. παραπλάνηση, εξαπάτηση
2. φρ. «αποπλάνηση ανηλίκου» — το να ενεργεί κάποιος ασελγή πράξη με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών ή να το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη
αρχ.
1. παρέκβαση
2. περιπλάνηση.