αποστέλλω
Greek Monolingual
κ. αποστέλνω (ΑΜ ἀποστέλλω)
1. στέλνω κάπου πρόσωπο ή πράγμα
2. διώχνω
μσν.- νεοελλ.
1. ειδοποιώ, στέλνω εντολή
2. ξεπροβοδίζω
3. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀπεσταλμένος
ο πληρεξούσιος
αρχ.
1. στέλνω σε κάποια εργασία ή υπηρεσία
2. βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι
3. (για τη θάλασσα) αποσύρομαι, αποχωρώ
4. (-ομαι) αναχωρώ.