κ. -τελματώ1. αφήνω κάτι στάσιμο, διαιωνίζω, ματαιώνω2. (-ώνομαι)πέφτω σε αδράνεια, σε νωθρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].