αποτιμώ

Greek Monolingual

(Α ἀποτιμῶ, -άω)
καθορίζω την τιμή ενός πράγματος αφού υπολογίσω την αξία του, εκτιμώ
αρχ.
1. δεν τιμώ, περιφρονώ κάποιον
2. (-ῶμαι) υποθηκεύω, βάζω ενέχυρο κάτι.