απόμακτρον

Greek Monolingual

ἀπόμακτρον, το (Α) απομάσσω
βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).