απόριγμα

Greek Monolingual

κ. απόρριμμα, το
1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι
2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα
3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου
4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός.