έκτρωση
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
η (Α ἔκτρωσις)
πρόωρη αποβολή του εμβρύου από τη μήτρα, αυτόματη ή τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης
αρχ.
άμβλωση, αποβολή, πρόωρη γέννηση.