αργατιά

Greek Monolingual

η
1. εργασία σε κτήμα ή σπίτι άλλου με αμοιβή, μεροκάματο
2. εργασία ομαδική, χωρίς μισθό, που γίνεται για κάποιον άλλο
3. το σύνολο των εργατών που απασχολούνται σε μια δουλειά
4. η εργατική τάξη, ο κόσμος των εργατών.