ἀργυρόπεζα, η (Α) (επίθ. θεών)αυτή που έχει αργυρά πόδια ή σανδάλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πέζα, δωρ. κ. αρκαδ. τ. αντί πους «πόδι»].