αρκούδα
Greek Monolingual
η (Μ ἀρκούδα)
1. ζωολ. κοινή ονομασία της Άρκτου (γένους σαρκοφάγων Θηλαστικών της οικογένειας Ursidae)
2. το δέρμα της αρκούδας
3. μτφ. α) ο μεγαλόσωμος
β) ο πολύ τριχωτός
γ) παχιά και άσχημη γυναίκα
δ) η Ρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αρκούδιον < μτγν. άρκος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αρκουδίζω
νεοελλ.
αρκουδιά, αρκουδιάρης, αρκουδίσιος.
ΣΥΝΘ. αρκουδάνθρωπος, αρκουδόβατος, αρκουδόγυφτος, αρκουδοπόδαρος, αρκουδοπούρναρο, αρκουδοτόμαρο].