αρκουδόγυφτος

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο γύφτος που ασκεί το επάγγελμα του αρκουδιάρη
2. μτφ. ο άξεστος, ο χυδαίος
3. αυτός που ζει μέσα σε άθλιες συνθήκες.