αρκουδόγυφτος

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

ο
1. ο γύφτος που ασκεί το επάγγελμα του αρκουδιάρη
2. μτφ. ο άξεστος, ο χυδαίος
3. αυτός που ζει μέσα σε άθλιες συνθήκες.