ο (AM ἁρμός)1. η συναρμογή δύο αντικειμένων2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστώννεοελλ.1. ρωγμή, χαραμάδα2. κορυφή βουνού ή λόφουαρχ.το μάνταλο της θύρας.