-ές (Α ἀρχαιοπινής, -ές)1. αυτός που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας2. αυτός που έχει την απλότητα του αρχαίου ύφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πινής < πίνος «ακαθαρσία, λέρα»].