ἀρχαιοπινής

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιοπῐνής Medium diacritics: ἀρχαιοπινής Low diacritics: αρχαιοπινής Capitals: ΑΡΧΑΙΟΠΙΝΗΣ
Transliteration A: archaiopinḗs Transliteration B: archaiopinēs Transliteration C: archaiopinis Beta Code: a)rxaiopinh/s

English (LSJ)

ἀρχαιοπινές, with the patina of antiquity, D.H.Dem.38.

Spanish (DGE)

-ές
ret. que tiene un barniz antiguo χνοῦς fig., de cierto arcaísmo en el estilo, D.H.Dem.38.

German (Pape)

[Seite 364] ές (πίνος), mit dem Rost, den Spuren des Alterthums versehen, D. Hal. de vi Dem. 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιοπῐνής: -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) χνοῦς ἀρχαιοπινὴς καὶ χάρις ἀβίαστος Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀρχαιοπινής, -ές)
1. αυτός που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας
2. αυτός που έχει την απλότητα του αρχαίου ύφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πινής < πίνος «ακαθαρσία, λέρα»].