αρωματοπράτης

Greek Monolingual

ἀρωματοπράτης, ο (Μ)
ο αρωματοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + -πράτης < (θ.) πρᾱ-, πιπράσκω, πέρνημι «πουλάω» (πρβλ. αργυροπράτης, μεταπράτης κ.ά.)].