Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αρύταινα
Greek Monolingual
ἀρύταινα, η (Α) 1.είδος δοχείου με μακρύ στενό στόμιο με το οποίο γέμιζαν λάδι τους λύχνους 2. λεκανάκι ή τάσι που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά για να ρίχνουν επάνω τους νερό. [ΕΤΥΜΟΛ.<αρύτω, αττ. τ. του ρ. αρύω ή <αρυτήρ<αρύω].