ασβεστόγαλα
Greek Monolingual
το
1. γαλάκτωμα ασβέστου
2. το υδροξείδιο του ασβεστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + γάλα. Ο τ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία].
το
1. γαλάκτωμα ασβέστου
2. το υδροξείδιο του ασβεστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + γάλα. Ο τ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία].