υδροξείδιο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία χημικών ενώσεων ιοντικής κατασκευής, οι οποίες περιέχουν μία ή περισσότερες φορές το αρνητικώς φορτισμένο ιόν του υδροξυλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroxide (< υδρο- + οξείδιο). Η λ., στον λόγιο τ. υδροξείδιον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].