αστραβής

Greek Monolingual

ἀστραβής, -ές (Α)
1. ο ευθύς, ο ίσιος
2. ο σταθερός, ο ακλόνητος
3. ο άκαμπτος, ο ανένδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. συνδέεται με τους τ. στραβός, στρεβλός, στρόβιλος με α- στερητικό, ενώ κατ' άλλους είναι πιθ. ως στερητικό επίθετο σε -ης είτε να προέρχεται από ένα ουδέτερο θέμα σε -ς (στράβος) είτε απευθείας από ανάλογο ρήμα].