ασχημοσύνη
Greek Monolingual
η (AM ἀσχημοσύνη) ασχήμων
1. άπρεπη, αισχρή συμπεριφορά
2. άσεμνη πράξη
3. έλλειψη ευπρέπειας
αρχ.
1. έλλειψη σχήματος ή μορφής
2. παραμόρφωση του προσώπου εξαιτίας μορφασμών που προκαλεί η μεγάλη προσπάθεια ή η ένταση
3. καταισχύνη, ονειδισμός
4. (ευφημιστικά) το αιδοίο
5. τα περιττώματα.