ατιμάζω

Greek Monolingual

(AM ἀτιμάζω) άτιμος
1. προσβάλλω κάποιον με λόγια ή έργα
2. κατηγορώ, βρίζω
νεοελλ.
1. βιάζω ή εκπαρθενεύω
2. βλαστημώ, καταριέμαι
αρχ.
1. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον
2. δεν θεωρώ κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει κάτι
3. αφαιρώ από κάποιον τα πολιτικά του δικαιώματα.