άτιμος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτιμος, -ον) τιμή
1. αυτός που δεν τιμάται, ο περιφρονημένος
2. επονείδιστος, αισχρός
νεοελλ.
1. ατιμωτικός
2. μισητός, ελεεινός
3. (για γυναίκα) ανήθικη, μοιχαλίδα
αρχ.-μσν.
(για αντικείμενο) χωρίς αξία, ευτελής
αρχ.
1. αυτός που θεωρείται ανάξιος για κάτι
2. ο στερημένος από τα πολιτικά του δικαιώματα
3. ο ανεκδίκητος.