ατιμία
Greek Monolingual
η (AM ἀτιμία, Α και ἀτιμίη, ιων. τ.) άτιμος
ντροπή, εξευτελισμός
μσν.- νεοελλ.
1. προσβολή
2. άτιμη, επονείδιστη πράξη
νεοελλ.
άτιμος άνθρωπος, εξαιρετικά ανέντιμος
μσν.
1. μείωση της προσωπικότητας κάποιου
2. προσβλητικά λόγια
αρχ.
1. στέρηση της τιμής και της υπόληψης
2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
3. στέρηση προνομίων
4. ασέβεια προς τους θεούς
5. φρ. α) «κόμης ἀτιμία» — τρισάθλια μαλλιά
β) «ἐσθημάτων ἀτιμία» — πανάθλια ρούχα.