ατοποθέτητος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν τοποθετήθηκε ή δεν μπορεί να τοποθετηθεί κάπου
2. αυτός που δεν τοποθετήθηκε υπηρεσιακά, δεν ορίστηκε δηλ. ο τόπος της υπηρεσίας του
3. αυτός που δεν παίρνει θέση σε κάποιο κρίσιμο θέμα, δεν τοποθετείται σ' αυτήν ή εκείνη την παράταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τοποθετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο].