ατρέμας
Greek Monolingual
ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α)
επίρρ.
1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά
2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά
3. απαλά, ευγενικά
4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» — είμαι ήρεμος, ησυχάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων (πρβλ. σάφα, τάχα κ.ά.) με κατάλ. -α < ινδοευρ. -n τα οποία προέρχονται από ουδέτερα με επιρρ. λειτουργία. Το τελικό -ς του τ. ατρέμας οφείλεται σε ευφωνικούς λόγους, όταν δηλ. η επόμενη λ. αρχίζει από φωνήεν].