ατροφικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με την ατροφία
2. αυτός που πάσχει από ατροφία, ισχνός, καχεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατροφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου ως απόδοση του γαλλ. atrophie].