ο (AM ἀττικισμός) αττικίζωτάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειαςαρχ.σύμπραξη με τους Αθηναίους.