ατύζομαι
Greek Monolingual
ἀτύζομαι και ἀτύζω (Α)
1. συνταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι
2. ταράζομαι από λύπη
3. εκπλήσσομαι, μένω έκθαμβος
4. (-ω) τρομάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συσχετίστηκε με τα χεττιτ. hatuki- «τρομερός, φοβερός» και αλβ. tus «τρομάζω», ενώ σημασιολογικά αστήρικτη φαίνεται η σύνδεση με τα ατέω, άτη].