ἀτύζομαι

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτύζομαι Medium diacritics: ἀτύζομαι Low diacritics: ατύζομαι Capitals: ΑΤΥΖΟΜΑΙ
Transliteration A: atýzomai Transliteration B: atyzomai Transliteration C: atyzomai Beta Code: a)tu/zomai

English (LSJ)

in Hom., Lyr., Trag. only pres. and aor. part. Pass.:—
A to be distraught from fear, bewildered, ἀτυζομένους ὑπὸ καπνοῦ Il.8.183; ἀτυζομένω πεδίοιο fleeing bewildered o'er the plain, Il.6.38, cf. 18.7, Od.11.606: abs., ἀτύζονται, ἀτυζόμενος, Pi.P.1.13, O.8.39, B.12.116; to be distraught with grief, ἀτυζόμενος S.El.148 (lyr.), E.Andr.131, A.R.4.39: c. acc., to be amazed at a thing, ὄψιν ἀτυχθείς Il.6.468, cf. Tryph.685: c. inf., ἀτυζομένην ἀπολέσθαι terrified even to death, Il.22.474; ἀ. περὶ νύμφην to be distressed for… AP7.528 (Theodorid.).
II in later Ep. Act. ἀτύζω, strike with terror or amazement, A.R.1.465: aor. opt. ἀτύξαι Theoc.1.56; ἠέρα παῦρον ἀτύζει draws short breaths, Nic.Al.193 (vv.Il. ἀτίζει, ἀλύξει).—Ep. Verb, used by Trag. only in lyr.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀτύζω Theoc.1.56, A.R.1.465, Nic.Al.193
1 de pers. y animales estar aterrorizado, enloquecido por el miedo ἵππω γάρ οἱ ἀτυζομένω πεδίοιο corriendo sus dos caballos enloquecidos por la llanura, Il.6.38, Ἀχαιοὶ ... κλονέονται ἀτυζόμενοι πεδίοιο Il.18.7, cf. Od.11.606, παρὰ νηυσὶν ἀτυζουένους ὑπὸ καπνοῦ aterrorizados por el humo junto a las naves, Il.8.183, ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον Pi.O.8.39, ὄρνις ἀτυζομένα S.El.149, τί σοι καιρὸς ἀτυζομένᾳ δέμας ... καταλείβειν E.Andr.131, ἀτυζόμεναι περὶ νύμφην AP 7.528 (Theodorid.) cf. B.13.116, Nonn.D.41.312
estar aterrado por c. ac. πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς Il.6.468, ἀτυζόμενος χόλον Ἥρης Triph.685, c. part. pred. del suj. ἀτύζονται βοάν Πιερίδων ἀΐοντα Pi.P.1.13
estar enloquecido de dolor c. inf. ἀτυζομένη ἀπολέσθαι a punto de morir enloquecida por el dolor, Il.22.474.
2 en v. act. tr. producir terror o asombro τό τ' ἀνάλκιδας ἄνδρας ἀτύζει (el temor) que aterra a los cobardes A.R.1.465, τέρας κέ τυ θυμὸν ἀτύξαι un prodigio para asombrar el ánimo Theoc.1.56.
3 sent. dud. ἠέρα παῦρον ἀτύζει toma algo de aliento (?) en el momento de morir, Nic.Al.193.
• Etimología: Etim. dud. Quizá rel. c. het. ḫatugi- ‘terrible’, de una raíz *H2tug-.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτύζομαι: κατ’ ἐνεστ. καὶ κατὰ μετοχ. ἀορ.: Παθ. ταράσσομαι, ἐκπλήσσομαι, θορυβοῦμαι, πτοοῦμαι, ἀτυζομένους ὑπὸ καπνοῦ Ἰλ. Θ. 183· ἵππω γάρ οἱ ἀτυζομένω πεδίοιο, φεύγοντες ἔντρομοι διὰ τῆς πεδιάδος, Ἰλ. Ζ. 38., Σ. 7, κτλ., πρβλ. Ὀδ. Λ. 606· προσέτι ἀπολ., ἀτύζονται, ἀτυζόμενος Πινδ. Π. 1. 16, Ο. 8. 51· εἶμαι τεταραγμένος, ἐκ λύπης, ὄρνις ἀτυζομένα Σοφ. Ἠλ. 149, Εὐρ. Τρῳ 808· μετ’ αἰτ., ἐκπλήττομαι, γίνομαι ἔκθαμβος, ὄψιν ἀτυχθείς, «ἐκπλαγεὶς ἢ ταραχθεὶς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 468, πρβλ. Τρυφ. 685· μετ’ ἀπαρ., ἀτυζομένην ἀπολέσθαι, ἐκ τρόμου ἀποθανεῖν, Ἰλ. Χ. 474: ― ὡσαύτως, ἀτυζομένᾳ δέμας αἰκέλιον καταλείβειν τεθλιμμένῃ Εὐρ. Ἀνδρ. 131· ΙΙ. παρὰ μεταγ. ἐπικοῖς εὑρίσκομεν τὸ ἐνεργ. ἀτύζω, ἐκπλήττω, κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ ἢ νὰ ἐκπλαγῇ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 465· εὐκτ. ἀόρ. ἀτύξαι Θεόκρ. 1. 56: μέλλ. -ύξω, Ἀπολλιν. Ψαλμ. κ’, 18. ― Ρῆμα Ἐπικ. ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις.

English (Autenrieth)

only part. pres. and aor. ἀτυχθείς: bewildered, dazed, distraught, the effect of fear, grief, etc.; ἥμεθ' ἀτυζόμεναι, ‘shocked,’ while the suitors were being killed, Od. 23.42 ; ἀτυζομένην ἀπολέσθαι, in a ‘dead fit,’ Andromache, Il. 22.474; w. acc., πατρὸς ὄψιν ἀτυχθείς, ‘terrified at,’ Il. 6.468 ; ἀτυζόμενοι φοβέοντο, Il. 6.41; hence with motion implied in the word itself, (ἵππω) ἀτυζομένω πεδίοιο, ‘scouring wildly’ o'er the plain, π. gen. of place, Il. 6.38, etc.

English (Slater)

ἀτύζομαι be terrified αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον (sc. οἱ δύο δράκοντες: v.l. ἀτυζομένω) (O. 8.39) ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (sc. ὅσσα μὴ πεφίηκε Ζεύς) (P. 1.13)

Greek Monolingual

ἀτύζομαι και ἀτύζω (Α)
1. συνταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι
2. ταράζομαι από λύπη
3. εκπλήσσομαι, μένω έκθαμβος
4. (-ω) τρομάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συσχετίστηκε με τα χεττιτ. hatuki- «τρομερός, φοβερός» και αλβ. tus «τρομάζω», ενώ σημασιολογικά αστήρικτη φαίνεται η σύνδεση με τα ατέω, άτη].

Greek Monotonic

ἀτύζομαι: σε ενεστ. και σε μτχ. αορ. βʹ ἀτυχθείς. — Παθ.,
I. ταράσσομαι από το φόβο, εκπλήσσομαι, θορυβούμαι, σε Όμηρ.· ἀτυζόμενοι πεδίοιο, φεύγοντας έντρομοι μέσα από την πεδιάδα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης είμαι ταραγμένος από τη λύπη, ἀτυζόμενος, σε Σοφ., Ευρ.· με αιτ., ὄψιν ἀτυχθείς, μένω έκθαμβος στη θέα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στους μεταγεν. Επικ. βρίσκουμε τον Ενεργ. τύπο ἀτύζω, με γʹ ενικ. αορ. αʹ ευκτ. ἀτύξαι, εκπλήσσω με τρόμο, σε Θεόκρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: frighten, be frightened (Il.).
Other forms: Aor. pass. ἀτυχθείς, later ἀτύζω, aor. ἀτύξαι
Derivatives: ἀτυζηλός terrible (A. R.).
Origin: PIE [Proto-Indo-European] [00] *h₂tug- frighten, be frightened
Etymology: Benveniste Mélanges Pedersen 496ff. and Sapir Lang. 12, 175ff. compare Hitt. ḫatuki- terrible. Thus Plath, Indo-Arisch 2000, 409-423, who reads the Hitt. word as /htugi-/ < *h₂tug-; he further connects Skt. tuj-yáte. The meaning is terrify, be terrified. The laryngeal explains the perfect tutuj-ana-́ < *h₂tu-h₂tug-.

Frisk Etymology German

ἀτύζομαι: {atúzomai}
Forms: Aor. Pass. ἀτυχθείς, spätere Epik ἀτύζω, Aor. ἀτύξαι
Grammar: v.
Meaning: erschrecken (itr., bzw. tr.; ep. lyr. seit Il.).
Derivative: Davon ἀτυζηλός schrecklich (A. R.).
Etymology: Nicht sicher gedeutet. Benveniste Mélanges Pedersen 496ff. und Sapir Lang. 12, 175ff. vergleichen heth. ḫatugi- schrecklich, furchtbar, Mann Lang. 28, 32 alb. tus erschrecken. Ältere Erklärungsversuche, alle verfehlt, bei Bq.
Page 1,183