αυταπάρνηση

Greek Monolingual

η
1. το να απαρνιέται κανείς τον εαυτό του προς χάριν άλλων, η αυτοθυσία
2. η πιστή εκτέλεση του καθήκοντος
3. η προσφορά του εαυτού μας στην επικράτηση του δικαίου, του αγαθού και γενικότερα του ηθικού νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + απάρνηση (-ις)
Ο τ. αυταπάρνησις μαρτυρείται από το 1844 στην ανώνυμη μετάφραση του σχετικού με τη θρησκεία βιβλίου του Butler].