και ευτού (AM αὐτοῦ) επίρρ.ακριβώς σ' αυτό το μέρος, εδώ, εκείνεοελλ.1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς2. τότε, στη στιγμήαρχ.φρ. «αὐτοῦ ταύτη» — ακριβώς εδώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)].