αυχμηρός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐχμηρός, -ά, -όν) αυχμός
1. ξερός, άνυδρος
2. (για ύφος) αυστηρός, στεγνός
μσν.
1. (για ζώο) αυτό που ζει σε άνυδρη χώρα
2. (για τον ήλιο) σκοτεινός, σε έκλειψη·1