(AM ἀφαρπάζω)αρπάζω κάτι βίαιανεοελλ.(-ομαι) είμαι ευέξαπτος, παραφέρομαιμσν.1. απάγω γυναίκα2. (για το βλέμμα) απομακρύνωαρχ.1. κλέβω2. αρπάζω κάτι με προθυμία και αποφασιστικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αρπάζω].