η (AM ἀφθονία) άφθονοςπλήθος, περίσσεια, υπερεπάρκειααρχ.1. (κυρίως για προϊόντα) άφθονη παραγωγή, σε αντίθεση με την αφορία2. το να μην αισθάνεται κανείς φθόνο για κάποιον ή κάτι.