(-άω)1. βγάζω συνεχώς αφρούς («αφροκοπά η θάλασσα»)2. αφρίζω από οργή, βγάζω κραυγές μανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφρός + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ)].