ἀχείρωτος, -ον (AM) χειρώανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητοςαρχ.φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα»(για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου.