αἰσχρόμητις

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ, fostering or forming base designs, A.Ag.222 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ιος que medita cosas vergonzosas A.A.222.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
qui donne de honteux conseils.
Étymologie: αἰσχρός, μῆτις.

German (Pape)

παρακοπά, schändliche Ratschläge gebend, Aesch. Ag. 215 ch.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχρόμητις: ιος adj. дающий позорные советы (παρακοπά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ἔχων ἢ σχηματίζων αἰσχρά, φαῦλα σχέδια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 222.

Greek Monolingual

αἰσχρόμητις (-ιος), ο, η (Α)
αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + μῆτις «γνώμη, σχέδιο, επιχείρηση»].

Greek Monotonic

αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που εξυφαίνει, που απεργάζεται αισχρά σχέδια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

forming base designs, Aesch.