αὐτοτέλεια
English (LSJ)
ἡ,
A perfection, completeness, Ocell.1.9.
II complete sentence, proposition, A.D.Synt.12.4, al.; αὐ. τοῦ λόγου ib.5.20.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 la perfección en sí τὸ τοῖς ἄλλοις αἴτιον γινόμενον τῆς αὐτοτελείας Ocell.11.
2 gram. oración completa o correcta A.D.Synt.12.4, αὐτοτέλεια τοῦ λόγου A.D.Synt.5.20, στιγμὴ γὰρ πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.Adu.182.16.
German (Pape)
[Seite 403] ἡ, Selbstständigkeit, Vollkommenheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτέλεια: ἡ, αὐτὴ ἡ τελειότης, ἄκρα τελειότης, ἐντέλεια, Ὄκελλ. Λευκ. σ. 510, Α. Β. 595· - Ἐπιθ. -τέλειος, ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ τέλειος, Πρόκλ. αὐτοτελειότης, ἡ, τὸ εἶναί τινα αὐτοτέλειον, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 26. 24.
Greek Monolingual
η (Α αὐτοτέλεια) αυτοτελής
νεοελλ.
αυθυπαρξία, ανεξαρτησία
αρχ.
άκρα τελειότητα, εντέλεια.