βαρυμήνιος

English (LSJ)

βαρυμήνιον, Dor. βαρυμάνιος, = βαρύμηνις (heavy in wrath, exceeding wrathful), ἥρως Theoc. 15.138.

German (Pape)

[Seite 434] heftig zürnend, Theocr. 15, 138.

Russian (Dvoretsky)

βαρυμήνιος: дор. βαρυμάνιος 2 (μᾱ) Theocr. = βαρύμηνις.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠμήνιος: ον=τῷ ἑπομ., Θεόκρ. 15, 138.

Greek Monotonic

βᾰρῠμήνιος: -ον, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Translations