χολωτός

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολωτός Medium diacritics: χολωτός Low diacritics: χολωτός Capitals: ΧΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: cholōtós Transliteration B: cholōtos Transliteration C: cholotos Beta Code: xolwto/s

English (LSJ)

χολωτή, χολωτόν,
A angry, wrathful, χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν Il.4.241, Od.22.26, etc.
II literally, bilious, Luc.Lex.20 (sed leg. χολώντων).

German (Pape)

[Seite 1363] adj. verb. von χολόω, erzürnt, zornig, χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν, Il. 4, 241. 15, 210 Od. 22, 26. 225 u. Sp., wie Luc. Lexiph. 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
irrité.
Étymologie: χολόω.

Russian (Dvoretsky)

χολωτός: adj. verb. к χολόω.

Greek (Liddell-Scott)

χολωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὠργισμένος, πλήρης ὀργῆς, ὀργίλος, χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν Ἰλ. Δ. 241, Ὀδ. Χ. 26, κλπ· ἐν Λουκ. Λεξιφ. 50, κυριολεκτικῶς χολώδης, πλήρης χολῆς, ἀλλ’ ὁ Cobet προτείνει εἰς διόρθωσιν χολώντων.

English (Autenrieth)

angry, wrathful.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. ο γεμάτος θυμό, οργισμένος («νείκειον δ' Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.)
2. (πιθ. στον Λουκιαν., με κυριολ. σημ.) ο γεμάτος χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ὀδοντωτός)].

Greek Monotonic

χολωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του χολόω, θυμωμένος, οργισμένος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

χολωτός, ή, όν verb. adj. of χολόω
angry, wrathful, Hom.

Translations