βαρύπους

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, of a club, heavy at the end, APl.4.104 (Phil.).

Spanish (DGE)

(βᾰρύπους) ὁ, ἡ
• Prosodia: [-ῠ-]
de pesada base de la clava de Heracles β. ὄζος ὁ θηρολέτης AP 16.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 434] ὄζος, schwerfüßig, schwer, Philp. 52 (Plan. 104).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. -ύποδος
au pied pesant, càd lourd à son extrémité en parl. d'une massue.
Étymologie: βαρύς, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἐπὶ ῥοπάλου, βαρὺς κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Πλαν. 104.

Greek Monotonic

βᾰρύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, βαρύς στα άκρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

heavy at the end, Anth.