βεβαιοσύνη
Greek Monolingual
η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) βέβαιος
βεβαιότητα, σιγουριά
νεοελλ.
1. επικύρωση, διαβεβαίωση
2. πραγματικότητα, αλήθεια.
η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) βέβαιος
βεβαιότητα, σιγουριά
νεοελλ.
1. επικύρωση, διαβεβαίωση
2. πραγματικότητα, αλήθεια.