βελόνι

Greek Monolingual

το (Μ βελόνι[ν])
μικρή βελόνα για ράψιμο
νεοελλ.
1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας
2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος
3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» — είναι πολύ ανήσυχος
6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι» — για εντελώς ασήμαντη απώλεια
γ) «περασμένος απ' του βελονιού την τρύπα» ή «...τον κόλο» — για πολύπειρο άνθρωπο
δ) «τραμουντάνα στο βελόνι» — ο άνεμος φυσάει ακριβώς από βόρεια διεύθυνση.