βογγώ
Greek Monolingual
(-άω)
1. βγάζω υπόκωφη ανάσα λόγω σωματικού ή ψυχικού πόνου, αναστενάζω, μουγγρίζω
2. αντηχώ υπόκωφα, βουίζω
3. παραπονούμαι, διαμαρτύρομαι
4. στενάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγώ < μσν. γογγώ < (αόρ. του μτγν.) γογγύζω.
(-άω)
1. βγάζω υπόκωφη ανάσα λόγω σωματικού ή ψυχικού πόνου, αναστενάζω, μουγγρίζω
2. αντηχώ υπόκωφα, βουίζω
3. παραπονούμαι, διαμαρτύρομαι
4. στενάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγώ < μσν. γογγώ < (αόρ. του μτγν.) γογγύζω.