και βοθρίο, το (AM βοθρίον) βόθροςμικρός λάκκοςνεοελλ.μικρό αβαθές κοίλωμα σε πολλά σημεία του σώματος (κερκιδικό, υπογλώσσιο κ.λπ.)αρχ.μικρή πληγή στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού.