βοοδμητήρ

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (< δαμάω) slaying oxen, λέοντε QS. 1.524, cf. 587.

Spanish (DGE)

-ῆρος dominador de toros λέοντε Q.S.1.524, cf. 587.

German (Pape)

[Seite 453] ῆρος, Stierbändiger, -überwältiger, λέων Qu. Sm. 1, 524. 588.

Greek (Liddell-Scott)

βοοδμητήρ: ῆρος, ὁ, (δαμάω) ὁ δαμάζων βοῦς, Κόϊντ. Σμ. 1. 524, 587.

Greek Monolingual

βοοδμητήρ (-ῆρος), ο (Α)
φρ. «βοοδμητήρ λέων» — το λιοντάρι που δαμάζει, που κατανικά τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + δμητήρ «δαμαστής» < (θ.) δμη- (πρβλ. δάμνημι «δαμάζω»)].