βουκολιάζομαι

English (LSJ)

βουκολ-ιάσδομαι, fut. -αξεῦμαι:—sing or write pastorals, Theoc.5.44, al., Mosch.3.120.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): eol. βουκολιάσδ-
• Morfología: [dór. poét. pres. imperat. 2a sg. βουκολιάζεο Theoc.9.1, βουκολιάζευ Theoc.9.5, Mosch.3.120, eol. βουκολιάσδευ Theoc.5.60; act. impf. βουκολίασδον Bio Fr.10.5; dór. fut. 2a sg. βουκολιαξῇ Theoc.5.60]
cantar composiciones pastoriles Theoc.7.36, ll.cc., Mosch.l.c., Bio l.c.

Greek Monotonic

βουκολιάζομαι: Δωρ. βωκ-, Δωρ. μέλ. βωκολιαζοῦμαι, αποθ. (βουκόλος), ψάλλω ή συνθέτω βουκολικά άσματα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βουκολιάζομαι: дор. v.l. βωκολιάσδομαι петь или сочинять пастушеские песни Theocr.

Middle Liddell

βουκόλος
Dep. to sing or write pastorals, Theocr.