βουρλίζω
Greek Monolingual
και βρουλίζω
Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω
2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω
II. βουρλίζομαι
1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός
2. εξαγριώνομαι
3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία
III. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βουρλισμένος, -η, -ο- τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν προήλθε από βούρλο, τότε η αρχική κυριολεκτική σημασία του βουρλίζω θα ήταν «τρέμω σαν το βούρλο». Αργότερα πλάστηκε και μέσο βουρλίζομαι ως δηλωτικό πάθους (απ' όπου «τρελαίνομαι, εξαγριώνομαι»), ενώ το ενεργητικό βουρλίζω απέκτησε και μεταβατική σημασία «κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο», άρα «τρελαίνω, ερεθίζω κάποιον». Κατ' άλλη άποψη, βουρλίζω < ιταλ. burlare «πειράζω, κάνω αστεία»].