1. κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα, προκαλώ βραχνάδα2. γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ενεστ. οριστ.) βραγχιάζω (μαρτυρείται μόνο στην ευκτική, βραγχιάζοισθε «πνίγοισθε», στον Ησύχιο), παρεκτεταμένος τύπος του βραγχιώ].